επώθηση — Η μετατόπιση των πετρωμάτων και η επικάθηση ενός μέρους του στερεού φλοιού της Γης πάνω σε ένα άλλο. Η επιφάνεια όπου συμβαίνει η ε. είναι μία ρωγμή, κατά μήκος της οποίας τα πετρώματα που βρίσκονται στις αντίθετες πλευρές της ολισθαίνουν και… … Dictionary of Greek
λαραμικός — ή, ό γεωλ. φρ. «λαραμική ορογένεση» σύνολο διεργασιών που συντελέστηκαν κατά το ανώτερο κρητιδικό και κατά το κατώτερο τριτογενές και που είχαν ως αποτέλεσμα την πτύχωση, τη ρηγμάτωση και την ανύψωση τμημάτων τού γήινου φλοιού και τη δημιουργία… … Dictionary of Greek
παλισάδιος — α, ο φρ. «παλισάδια ορογένεση» σύνολο διεργασιών που συντελέστηκαν κατά το ανώτερο τριαδικό και είχαν ως αποτέλεσμα τη ρηγμάτωση, την έκχυση και διείσδυση βασαλτικού υλικού και την απόθεση ιζημάτων αρκόζη … Dictionary of Greek
πασαδενικός — ή, ό φρ. «πασαδενική ορογένεση» σύνολο διεργασιών που συνέβησαν κατά το μέσο πλειστόκαινο και είχαν ως αποτέλεσμα την πτύχωση, τη ρηγμάτωση και την ανύψωση τμημάτων τού γήινου φλοιού και τη δημιουργία των οροσειρών της ακτής του Ειρηνικού στην… … Dictionary of Greek
ραγάδα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * η / ῥαγάς, άδος, ΝΜΑ 1. ρωγμή, μικρή σχισμή, ράγισμα, χαραματιά, χαραμάδα, σκασιματιά 2. ιατρ. γραμμοειδής σχισμή τού… … Dictionary of Greek
ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… … Dictionary of Greek
τακονικός — ή, ό, Ν φρ. «τακονική ορογένεση» (γεωλ., σύνολο διεργασιών που συντελέστηκαν στο απαλάχιο γεωσύγκλινο, κατά μήκος τής ανατολικής ακτής τών ΗΠΑ, και είχαν ως αποτέλεσμα την πτύχωση, τη ρηγμάτωση και την ανύψωση τμημάτων τού γήινου φλοιού και τη… … Dictionary of Greek