ρηγμάτωση

ρηγμάτωση
η, Ν
τεχνολ.
1. δημιουργία ρωγμών σε ένα στερεό σώμα που υποβάλλεται σε καταπόνηση ανώτερη από τα όρια ελαστικότητας και πλαστικότητάς του
2. φρ. «ρηγμάτωση κοπώσεως» — ρηγμάτωση που οφείλεται σε μικρή αλλά συχνά επαναλαμβανόμενη καταπόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρήγμα, -ατος + κατάλ. -ωση. Η λ. ως επιστημον. όρος τής ΝΕ αποτελεί απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. fracture)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επώθηση — Η μετατόπιση των πετρωμάτων και η επικάθηση ενός μέρους του στερεού φλοιού της Γης πάνω σε ένα άλλο. Η επιφάνεια όπου συμβαίνει η ε. είναι μία ρωγμή, κατά μήκος της οποίας τα πετρώματα που βρίσκονται στις αντίθετες πλευρές της ολισθαίνουν και… …   Dictionary of Greek

  • λαραμικός — ή, ό γεωλ. φρ. «λαραμική ορογένεση» σύνολο διεργασιών που συντελέστηκαν κατά το ανώτερο κρητιδικό και κατά το κατώτερο τριτογενές και που είχαν ως αποτέλεσμα την πτύχωση, τη ρηγμάτωση και την ανύψωση τμημάτων τού γήινου φλοιού και τη δημιουργία… …   Dictionary of Greek

  • παλισάδιος — α, ο φρ. «παλισάδια ορογένεση» σύνολο διεργασιών που συντελέστηκαν κατά το ανώτερο τριαδικό και είχαν ως αποτέλεσμα τη ρηγμάτωση, την έκχυση και διείσδυση βασαλτικού υλικού και την απόθεση ιζημάτων αρκόζη …   Dictionary of Greek

  • πασαδενικός — ή, ό φρ. «πασαδενική ορογένεση» σύνολο διεργασιών που συνέβησαν κατά το μέσο πλειστόκαινο και είχαν ως αποτέλεσμα την πτύχωση, τη ρηγμάτωση και την ανύψωση τμημάτων τού γήινου φλοιού και τη δημιουργία των οροσειρών της ακτής του Ειρηνικού στην… …   Dictionary of Greek

  • ραγάδα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * η / ῥαγάς, άδος, ΝΜΑ 1. ρωγμή, μικρή σχισμή, ράγισμα, χαραματιά, χαραμάδα, σκασιματιά 2. ιατρ. γραμμοειδής σχισμή τού… …   Dictionary of Greek

  • ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… …   Dictionary of Greek

  • τακονικός — ή, ό, Ν φρ. «τακονική ορογένεση» (γεωλ., σύνολο διεργασιών που συντελέστηκαν στο απαλάχιο γεωσύγκλινο, κατά μήκος τής ανατολικής ακτής τών ΗΠΑ, και είχαν ως αποτέλεσμα την πτύχωση, τη ρηγμάτωση και την ανύψωση τμημάτων τού γήινου φλοιού και τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”